πράκτορας — ο, η / πράκτωρ, ορος, ΝΑ, θηλ. και πρακτόρισσα, Ν, και πρακτόρεια, Α νεοελλ. 1. (νομ.) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διεκπεραιώνει, με αμοιβή, ξένες υποθέσεις ή παρέχει συμβουλές και πληροφορίες κατά τις συναλλαγές, όπως λ.χ. για αγορά πραγμάτων,… … Dictionary of Greek
πράκτορας — πράκτωρ one who does masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βυζάντιος, Αναστάσιος — (Αθήνα 1839 – 1892). Δημοσιογράφος. Γιος του Σκαρλάτου Β., φυλακίστηκε πολύ νέος μαζί με τον ποιητή Αχιλλέα Παράσχο για τα αντιοθωνικά του φρονήματα (1859). Το 1861 έφυγε για τη Βιέννη, όπου έγινε διευθυντής της ελληνικής εφημερίδας Ημέρα, την… … Dictionary of Greek
Κόνραντ, Τζόζεφ — (Josef Conrad, Μπερνκστζέβ, Ουκρανία 1857 – Μπίσοπσμπουρν, Κεντ 1924). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Άγγλου συγγραφέα, πολωνικής καταγωγής, Τζόζεφ Τεοντόρ Κόνραντ Νάλετς Κορζενιόφσκι (Jozef Teodor Konrad Naleη Korzeniowski). Ήταν γιος διανοουμένου, ο … Dictionary of Greek
Σόργκε, Ρίχαρντ — (Sorge). Σοβιετικός μυστικός πράκτορας (Μπακού 1895 Τόκιο 1944). Ο Σ. θεωρείται ένας από τους πιο επιδέξιους μυστικούς πράκτορες όλων των εποχών. Ήταν γιος Γερμανού μηχανικού και μιας Ρωσίδας και το 1899 έφτασε, με την οικογένεια του στο Βερολίνο … Dictionary of Greek
ατζέντης — ο ο καλλιτεχνικός πράκτορας, ο πράκτορας γενικότερα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa … Dictionary of Greek
Αλεξάνδρα — I Θεά της Λακωνίας, η οποία λατρευόταν στις Αμύκλες και στα Λεύκτρα, όπου υπήρχαν ιερά της. Την παρίσταναν να κρατά λύρα. Αργότερα ταυτίστηκε με την Κασσάνδρα, κόρη του Πρίαμου και δούλα του βασιλιά Αγαμέμνονα. II Περίφημη ζωγράφος των… … Dictionary of Greek
ασφαλιστής — ο πράκτορας ασφαλιστικής εταιρείας ή οργανισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασφαλίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1817 στο περιοδικό σύγγραμμα Ερμής οΛόγιος] … Dictionary of Greek
καλαϊτζής — Επώνυμο πλούσιας οικογένειας από την Κωνσταντινούπολη, η οποία καταγόταν από την Καισάρεια της Καππαδοκίας. Επειδή οι Τούρκοι υποψιάστηκαν τα μέλη της για συνεργασία στο επαναστατικό κίνημα του Υψηλάντη, τα φυλάκισαν αδιακρίτως φύλου και ηλικίας … Dictionary of Greek